- ἐξόδους
- ἔξοδος 1going outfem acc plἔξοδος 2promoting the passagemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
дань — ДАН|Ь (197), И с. 1. Дар, подарок, приношение: Даже кто запъртить или тѹ дань и се блюдо. да сѹдить ѥмѹ б҃ъ Гр ок. 1130; сребро и золото. вина и медове. брашьна чьстьна˫а и быстрии кони. и домове красьнии и велиции. и имѣни˫а многа. и и дани и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Minuscule 588 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 588 Text Gospels † Date 1321 Script Greek … Wikipedia
Όλυμπος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Αυλητής, ραψωδός και ποιητής, που έζησε πριν από τον Τρωικό πόλεμο. Του αποδίδεται η εφεύρεση της αυλητικής ή η διάδοση της στην Ελλάδα. 2. Ό. ο Νεότερος. Αυλητής από τη Μυσία, που έζησε κατά πάσα πιθανότητα τον… … Dictionary of Greek
Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
διάβημα — το (AM διάβημα) προσπάθεια, αποφασιστική ενέργεια για την επίτευξη ενός σκοπού νεοελλ. «απονενοημένο διάβημα» πράξη παράλογη που φέρει τον χαρακτήρα τής απελπισίας, ιδιαίτερα η αυτοκτονία αρχ. μσν. βήμα («κατεύθυνον, Κύριε, τὰ διαβήματα ἡμῶν, τὰς … Dictionary of Greek
εντοιχίζω — 1. προσαρμόζω στον τοίχο, στην επιφάνειά του («εντοιχίζω αναμνηστική πλάκα») 2. εγκλείω μέσα σε τοίχο 3. περικλείω με τοίχο, φράζω τις εξόδους με τοίχο … Dictionary of Greek
καταστενώ — καταστενῶ, όω (Α) 1. κάνω εντελώς στενό, περιορίζω εντελώς σε στενό χώρο, συστέλλω, εγκλείω, κλείνω μέσα 2. (ο παθ. παρακμ.) κατεστένωμαι είμαι πολύ στενός, έχω πολύ στενές εισόδους ή εξόδους 3. παθ. μτφ. καταστενοῡμαι, όομαι βρίσκομαι σε… … Dictionary of Greek
κοσμήτης — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek
κοσμητής — Όρος ο οποίος, κατά την αρχαιότητα, χαρακτήριζε το πρόσωπο που ήταν υπεύθυνο για την τήρηση μιας καθορισμένης τάξης πραγμάτων. Έτσι, αποδιδόταν στον Δία ως επόπτη της τάξης στη φύση (Ζευς Κ.), ενώ ο Πλάτωνας ονόμαζε έτσι τον νομοθέτη στους Νόμους … Dictionary of Greek